χοιρόθλιψ

Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

German (Pape)

[Seite 1362] ιβος, ein Schwein drückend, befühlend, aber auch die weibliche Schaam berührend, Ar. Vesp. 1364.

Greek (Liddell-Scott)

χοιρόθλιψ: ιβος, ὁ, ἡ, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας (ἐκ τοῦ χοῖρος Ι. 2), ὁ τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἀποθλίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 1364.

French (Bailly abrégé)

όθλιβος (ὁ, ἡ)
débauché.
Étymologie: χοῖρος, θλίβω.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(σε σχολιαστή του Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα
τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + -θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)].

Russian (Dvoretsky)

χοιρόθλιψ: ῑβος ὁ χοῖρος 2] распутник Arph.