φιλοπρόβατος

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπρόβᾰτος Medium diacritics: φιλοπρόβατος Low diacritics: φιλοπρόβατος Capitals: ΦΙΛΟΠΡΟΒΑΤΟΣ
Transliteration A: philopróbatos Transliteration B: philoprobatos Transliteration C: filoprovatos Beta Code: filopro/batos

English (LSJ)

ον,

   A loving sheep, IG2.2453.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπρόβᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ πρόβατα, χωρεῖν ἐπὶ τὴν μάνδραν τοῦ σωτῆρος ἔρωτι τῆς σύριγγος τοῦ φιλοπροβάτου ποιμένος Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. σ. 48Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ποιμένα) αυτός που αγαπά τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πρόβατος (< πρόβατον), πρβλ. μισο-πρόβατος].