υλιστικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑλιστικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν
οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα.
επίρρ...
υλιστικώς και υλιστικά Ν
σύμφωνα με τη θεωρία του υλισμού, από την άποψη του υλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω «διηθώ, στραγγίζω». Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. < υλιστής μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρυσαλίδα].