χλωροειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A of a greenish appearance, Thphr.Lap.33 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1360] ές, von grünlichem Ansehen (?).
Greek (Liddell-Scott)
χλωροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν πρασινωπήν, ὑποπράσινος, χλωροειδέστατος λίθος Θεφρ. π. Λίθ. 23.
Greek Monolingual
-ές, Α
πρασινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + -ειδής].