χάσιος
From LSJ
English (LSJ)
ἀγαθός, χρηστός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
χάσιος: -α, -ον, = χαός, «χάσιος· ἀγαθός, χρηστός» Ἠσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγαθός, χρηστός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χάϊος.
Frisk Etymology German
χάσιος: {khásios}
Meaning: ἀγαθός, χρηστός H.
Etymology : Wohl Grundform von lak. χάϊος, s.d.
Page 2,1076