μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
και σφακελιά, η, Νφάσκελο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσκελο / σφάκελο + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].