τρίρριζος
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ον,
A with three roots, ὀδόντες Gal.2.753.
Greek (Liddell-Scott)
τρίρριζος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς ῥίζας, ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16, Μελέτ. ἐν Κραμήρ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 28.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρεις ρίζες («ὀδόντες τρίρριζοι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. ὀκτά-ρριζος].