φαλαρίδα

From LSJ
Revision as of 14:17, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

η / φαλαρίς, -ίδος, ΝΑ, και ιων. τ. φαληρίς Α
1. ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του είδους λιμναίου πτηνού, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, Fulica atra, ονομασία που οφείλεται στη φαλακρή κεφαλή του, αλλ. αίθα
2. βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαρος / φάληρος «λευκός» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς / -ίδα)].