πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
και κουρμαδιά, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ-ες, πληθ. της λ. χουρμάς + κατάλ. -ιά (πρβλ. καρυδιά)].