ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
Full diacritics: τρῡλισμός | Medium diacritics: τρυλισμός | Low diacritics: τρυλισμός | Capitals: ΤΡΥΛΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: trylismós | Transliteration B: trylismos | Transliteration C: trylismos | Beta Code: trulismo/s |
ὁ,
A gurgling, Hp.Mul.1.32 (cod. θ, τραυλισμός codd.Erot.). (Onomatop., like τρύζω.)
ὁ, Α τρυλίζω
(για την κοιλιά και τα έντερα) γουργούρισμα.