υπόδακρυς
From LSJ
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
Greek Monolingual
-υ, Μ
κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάκρυ (πρβλ. περίδακρυς)].
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
-υ, Μ
κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάκρυ (πρβλ. περίδακρυς)].