υπόδακρυς

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

-υ, Μ
κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάκρυ (πρβλ. περίδακρυς)].