οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
-υ, Μκάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάκρυ (πρβλ. περίδακρυς)].