υπόδακρυς

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

-υ, Μ
κάπως δακρυσμένος, βουρκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δάκρυ (πρβλ. περίδακρυς)].