τριχομαχία

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἡ, Μ
φροντίδα για τις τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. τειχο-μαχία].

German (Pape)

ἡ, der Haar-, Bartkampf, Synes.