τριχομαχία

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
φροντίδα για τις τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. τειχομαχία].

German (Pape)

ἡ, der Haar-, Bartkampf, Synes.