χαύναξ

From LSJ
Revision as of 08:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

German (Pape)

[Seite 1341] ακος, ὁ, ein Maulaffe, auch ein Aufschneider, Betrüger, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαύναξ: -ᾱκος, ὁ, κομπαστής, ἀλαζών, ψευδολόγος, ἀπατεών, «χαυνάκων· χαυνοποιῶν, οἱ δὲ χαυνολόγων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-αύνακος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αλαζόνας ή απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. χαῦνος με το επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. γαύραξ, φέναξ)].