τρόχις

Revision as of 19:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ,

   A courier, messenger, acc. τρόχιν A.Pr.941, S.Inach. in PTeb.692 ii 6 (troch.), Opp.H.2.634 (v.l. τρόφιν).

German (Pape)

[Seite 1154] ὁ, der Läufer, Bote, Diener; Aesch. Prom. 943; Schol. Lycophr. 1.

Greek (Liddell-Scott)

τρόχις: ὁ, ὁ τρέχων, ἄγγελος, ἀγγελιαφόρος, εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν Αἰσχύλ. Πρ. 941.

French (Bailly abrégé)

ιος ou εως (ὁ) :
coureur ; messager.
Étymologie: τρέχω.

Greek Monolingual

-ιος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που βιάζεται καθώς τρέχει, που τρέχει γρήγορα
2. (κατ' επέκτ.) αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ις (πρβλ. τρόπ-ις: τρέπω, τρόφ-ις: τρέφω)].

Greek Monotonic

τρόχις: ὁ (τρέχω), δρομέας, αγγελιοφόρος, σε Αισχύλ.