σφουγγάτο

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μ
ομελέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. -άτο (πρβλ. λεμονάτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση του /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι].