Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μομελέτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. -άτο (πρβλ. λεμονάτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση του /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι].