φρέσκο

From LSJ
Revision as of 12:13, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
1. δροσερός καιρός
2. ειρων. φυλακή («τους κλείσανε στο φρέσκο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. φρέσκος].
(II)
το, Ν
άκλ. (καλ. τεχν.) η νωπογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς όρου, πρβλ. ιταλ. fresco].