Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
χθονοφοίτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ συχνάζων, φοιτῶν εἰς τὴν γῆν, Ἰω. Γαζ. ἐν Mantrang. Anecd. τ. 2, σ. 636, 5.
-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑαυτός που συχνάζει στη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + φοιτῶ «συχνάζω» + κατάλ. -τωρ (πρβλ. ἡγήτωρ].