τολμητίας
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ου, ὁ, A = τολμητής, Com.Adesp. 1166, Adam.1.7, Agath.1.4, 4.27.
German (Pape)
[Seite 1126] ὁ, = Vorigem, Agath.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητίας: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τολμητής, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 235, Ἀγαθίας ἐν Ἱστ. 1, σ. 14D, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τολμητίας· προπετής, αὐθάδης, ὑπὲρ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἐπιχειρῶν».
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
τολμηρός άνθρωπος, τολμητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τολμητής + κατάλ. -ίας].