χούρα
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek (Liddell-Scott)
χούρα: ἁ, = χώρα, Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII. σ. 64, στ. 17.
Greek Monolingual
(I)
ἁ, Α
(θεσσαλ. τ.) βλ. χώρα.
(II)
η, Ν
βοτ. γένος δένδρων της οικογένειας ευφορβιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. hura, πιθ. μεταπλασμένος τ. της λ. urari «είδος δένδρου», λ. της γλώσσας τών Ινδιάνων της Καραϊβικής].