ταυρόκολλον
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό, = ταυρόκολλα (glue made from bulls' hides), Gloss.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
ταυρόκολλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρόκολλα, με αλλαγή γένους].