συνοικοδεσποτία
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ἡ,
A joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.
Greek Monolingual
ἡ, Α συνοικοδεσπότης
(αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή του ίδιου οίκου, της ίδιας θέσης του ζωδιακού κύκλου.