συνοικοδεσποτία

From LSJ
Revision as of 13:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικοδεσποτία Medium diacritics: συνοικοδεσποτία Low diacritics: συνοικοδεσποτία Capitals: ΣΥΝΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΙΑ
Transliteration A: synoikodespotía Transliteration B: synoikodespotia Transliteration C: synoikodespotia Beta Code: sunoikodespoti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.

Greek Monolingual

ἡ, Α συνοικοδεσπότης
(αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή του ίδιου οίκου, της ίδιας θέσης του ζωδιακού κύκλου.