χαριδῶτις

From LSJ
Revision as of 11:13, 1 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

German (Pape)

[Seite 1336] ιδος, ἡ, fem. von χαριδώτης, Freudengeberinn, Orph. H. 8, 9. 54, 9.

Greek Monolingual

χαριδώτης και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδώτης.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρῐδῶτις: -ιδος, θηλ. τοῦ χαριδώτης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 9., 54. 9.