τύμβειος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A sepulchral, κρηπίς Lyc.882; later written τύμβιος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
τύμβειος: -α, -ον, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τύμβιος, ὃ ἴδε.
Full diacritics: τύμβειος | Medium diacritics: τύμβειος | Low diacritics: τύμβειος | Capitals: ΤΥΜΒΕΙΟΣ |
Transliteration A: týmbeios | Transliteration B: tymbeios | Transliteration C: tymveios | Beta Code: tu/mbeios |
α, ον,
A sepulchral, κρηπίς Lyc.882; later written τύμβιος (q.v.).
τύμβειος: -α, -ον, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τύμβιος, ὃ ἴδε.
-εία, -ον, Α τύμβος
(μτγν. τ.) τύμβιος.