φυρτός

From LSJ
Revision as of 11:06, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρτός Medium diacritics: φυρτός Low diacritics: φυρτός Capitals: ΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: phyrtós Transliteration B: phyrtos Transliteration C: fyrtos Beta Code: furto/s

English (LSJ)

ή, όν, mixed, kneaded up, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1316] adj. verb. von φύρω, gemischt, geknetet, beschmutzt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φυρτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., συμπεφυρμένος, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 773Α. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
συμπεφυρμένος, ανακατεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β' συνθετικό λ. (πρβλ. αἱμό-φυρτος, μελί-φυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·...συμπεφυρμένοις].