Φιλιππήσιος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (Strong)
from Φίλιπποι; a Philippesian (Philippian), i.e. native of Philippi: Philippian.
English (Thayer)
Φιλιππησιου, ὁ, a Philippian: Philippians 4:15.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Φιλιππησία, ΝΑ
1. ο κάτοικος της αρχαίας μακεδονικής πόλης τών Φιλίππων
2. φρ. «Προς Φιλιππησίους επιστολή»
(στην ΚΔ) μία από τις κανονικές επιστολές που ο απόστολος Παύλος έγραψε στη Ρώμη το 62 ή 63 μ.Χ. και την οποία έστειλε στην Εκκλησία τών Φιλίππων της Μακεδονίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φίλιπποι, αρχ. πόλη της Μακεδονίας + κατάλ. εθν. -ήσιος (πρβλ. Ἰθακ-ήσιος)].
Russian (Dvoretsky)
Φιλιππήσιος: ὁ филиппиец, уроженец или житель города Φίλιπποι NT.