τσαμπουκαλής
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
ο, θηλ. τσαμπουκαλού και τσαμπουκαλίδισσα, Ν
1. αυτός που έχει κάνει τσαμπουκά, δηλαδή τατουάζ
2. μτφ. α) άνθρωπος του υποκόσμου
β) μάγκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκάς + κατάλ. -λής (πρβλ. μουστακαλής, παραλής)].