μουστακαλής

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκα + κατάλ. -λής (πρβλ. παραλής)].