γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
-ον, Αο ψηλά κτισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕφι «ψηλά» + -δομος (< δόμος < δέμω), πρβλ. ἀρτίδομος].