Φωκίδα

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

η / Φωκίς, -ίδος, ΝΑ
περιοχή της Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, στις βόρειες ακτές του Κορινθιακού Κόλπου, δυτικά της Βοιωτίας, η χώρα τών Φωκέων
αρχ.
1. είδος αχλαδιού
2. (με σημ. επιθ.) φωκική.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τοπωνύμιο σχηματισμένο κατά τα Αἰολίς, Δωρίς, που έχει πάρει το όνομά του από το ανδρων. Φῶκος, όν. του γιου της θαλάσσιας θεότητας Ψαμάθης, η οποία μεταμορφώθηκε σε φώκια].