υπόκυκλος

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει από κάτω τροχούς, ὑπότροχος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόκυκλον
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπόκυκλα
τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κύκλος (πρβλ. ἔγκυκλος)].