κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: σῡρίσδω | Medium diacritics: συρίσδω | Low diacritics: συρίσδω | Capitals: ΣΥΡΙΣΔΩ |
Transliteration A: syrísdō | Transliteration B: syrisdō | Transliteration C: syrisdo | Beta Code: suri/sdw |
A v. συρίζω. συρίσκος, σύρισσος, ὁ, v. ὑρισός.
[Seite 1040] dor. statt συρίζω, Theocr. 1, 3.
σῡρίσδω: Δωρ. ἀντὶ συρίζω, Θεόκρ. 1. 3, κτλ.
Α
(δωρ. τ.) βλ. συρίζω (Ι).
σῡρίσδω: Δωρ. αντί συρίζω.