υἱδοῦς

From LSJ
Revision as of 20:30, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

German (Pape)

[Seite 1175] ὁ, = υἱεύς, Enkel; Xen. An. 5, 6, 37; Plat. Legg. XI, 925 a; Sp.

Greek Monolingual

και υἱϊδοῦς, -οῦ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, -έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α
ο γιος του γιου, ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. -ιδεύς / -ιδῆ (< -ιδ-εή με συναίρεση) / -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ-ιδεύς, θυγατρ-ιδῆ, θυγατρ-ιδοῦς)].