υἱδοῦς
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
German (Pape)
[Seite 1175] ὁ, = υἱεύς, Enkel; Xen. An. 5, 6, 37; Plat. Legg. XI, 925 a; Sp.
Greek Monolingual
και υἱϊδοῦς, -οῦ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, -έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α
ο γιος του γιου, ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. -ιδεύς / -ιδῆ (< -ιδ-εή με συναίρεση) / -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατριδεύς, θυγατριδῆ, θυγατριδοῦς)].