ὑποδύνω
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
A v. ὑποδύω.
German (Pape)
[Seite 1216] = ὑποδύομαι, sowohl eigtl., κέλευέ σφας κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Her. 1, 155, als übertr., ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην 6, 2, er schlich sich ein, übernahm; εἰ δὲ ταῦτα ὑποδύνειν οὐκ ἐθελήσεις 7, 10, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδύνω: ἴδε ὑποδύω.
French (Bailly abrégé)
revêtir par-dessous : κιθῶνα τοῖσι εἵμασι HDT revêtir une tunique sous ses habits ; fig. ἡγεμονίην HDT se charger d’un commandement ; κίνδυνον HDT affronter un danger.
Étymologie: ὑπό, δύνω.
Greek Monolingual
Α
(δ. τ.) βλ. ὑποδύω.
Greek Monotonic
ὑποδύνω: βλ. ὑποδύω.