τετράσχιστος

From LSJ
Revision as of 20:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσχιστος Medium diacritics: τετράσχιστος Low diacritics: τετράσχιστος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: tetráschistos Transliteration B: tetraschistos Transliteration C: tetraschistos Beta Code: tetra/sxistos

English (LSJ)

ον,

   A split or parted into four, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1099] vierspaltig, viertheilig (?).

Greek (Liddell-Scott)

τετράσχιστος: -ον, ἐσχισμένος ἢ διῃρημένος εἰς τέσσαρα μέρη, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ον, Α
σχισμένος ή διαιρεμένος σε τέσσερα κομμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ-σχιστος].