συνεξανοίγω
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
A help one to open a way, c. dat., v.l. in J. BJ5.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1.
Greek Monolingual
Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).
Greek Monolingual
Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).