συνεξανοίγω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξανοίγω Medium diacritics: συνεξανοίγω Low diacritics: συνεξανοίγω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: synexanoígō Transliteration B: synexanoigō Transliteration C: syneksanoigo Beta Code: sunecanoi/gw

English (LSJ)

help one to open a way, c. dat., v.l. in J. BJ5.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1.

Greek Monolingual

Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).