τάξιμο
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
και τάσσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τάζω, υπόσχεση
2. υπόσχεση για αφιέρωση σε ναό, τάμα
3. (κατ' επέκτ.) αντικείμενο προσφερόμενο σε άγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έταξα του τάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο)].