τάξιμο

From LSJ
Revision as of 16:29, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source

Greek Monolingual

και τάσσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τάζω, υπόσχεση
2. υπόσχεση για αφιέρωση σε ναό, τάμα
3. (κατ' επέκτ.) αντικείμενο προσφερόμενο σε άγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έταξα του τάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο)].