τελειοποιώ
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
τελειοποιῶ, -έω, ΝΜΑ τελειοποιός
κάνω κάτι τέλειο, ολοκληρώνω
νεοελλ.
βελτιώνω, καλυτερεύω
μσν.
1. καθιστώ τέλειο μοναχό κάποιον («τελειοποιεῖν δι' ἀποκάρσεως», Βαλσ.)
2. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του γάμου.