τονθρυστής
From LSJ
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
English (LSJ)
v. τονθορύζω, in fine.
German (Pape)
[Seite 1127] ὁ, der undeutlich Redende, Murmelnde, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
τονθρυστής: -οῦ, ὁ, ὁ τονθορύζων γογγύζων, ὡς τὸ γογγυστής, Ἀκύλας ἐν Παροιμ. Ιϛʹ, 28, Κϛʹ, 20, 22 (Παλαιὰ Διαθ.).
Greek Monolingual
ὁ, Α τονθρύζω
αυτός που τονθορίζει.