τριακτήρ

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐακτήρ Medium diacritics: τριακτήρ Low diacritics: τριακτήρ Capitals: ΤΡΙΑΚΤΗΡ
Transliteration A: triaktḗr Transliteration B: triaktēr Transliteration C: triaktir Beta Code: triakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (τριάζω)

   A victor, A.Ag.171 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τριακτήρ: ῆρος, ὁ, νικητής, «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. τριάζω, ἀτρίακτος.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
vainqueur en trois assauts ; vainqueur.
Étymologie: τριάζω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. διδακ-τήρ)].

Greek Monotonic

τριακτήρ: -ῆρος, ὁ (τριάζω), νικητής, σε Αισχύλ.