τριλαμπής
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek (Liddell-Scott)
τριλαμπής: -ές, ὁ πέμπων τριπλῆν λάμψιν, ὑπέρλαμπρος, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 609, ΙΙΙ, 1442, Καισάρ. 860.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
(συν. για την Αγία Τριάδα) αυτός που εκπέμπει τριπλή λάμψη, υπέρλαμπρος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τριλαμπές
η εκπομπή άπλετου φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πολυ-λαμπής].