τριπλασίων
From LSJ
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = τριπλάσιος Archim.Circ.3, al., Arr. Tact.16.12, Procl.Hyp.4.101; λόγος Ph.1.22.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλᾰσίων: -ον, γεν. ονος, = τῷ τριπλάσιος, μείζων ἢ τριπλασίων Ἀρχιμήδ. 285, σ. 519C, Ἑβδ. (Σειράχ. ΜΓ΄, 4 ὡς διάφ. γραφ.). Φίλων ΙΙ, 39, 21.
Greek Monolingual
-άσιον Α
τριπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + κατάλ. -ίων του συγκριτ. βαθμού (πρβλ. πενταπλασίων)].