Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσακιστός

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν τσακίζω
1. τσακισμένος, κοπανιστός («τσακιστές ελιές»)
2. διπλωμένος
3. το θηλ. ως ουσ. η τσακιστή
ναυτ. α) η δηκτή
β) ο ποδόδεσμος
4. φρ. α) «δεν έχω πεντάρα τσακιστή» ή, απλώς, «δεν έχω τσακιστή» — δεν έχω καθόλου χρήματα
β) «δεν δίνω πεντάρα τσακιστή» — δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου.