υγροβόλος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που προκαλεί υγρασία, υγραντικός («ὑγροβόλοι σταγόνες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μακροβόλος.