ὑμνολογία

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνολογία Medium diacritics: ὑμνολογία Low diacritics: υμνολογία Capitals: ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: hymnología Transliteration B: hymnologia Transliteration C: ymnologia Beta Code: u(mnologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hymn-singing, Sm.Jb.33.26.

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, Lobgesang, Chrysost.

Greek Monolingual

η / ὑμνολογία, ΝΜΑ ὑμνολόγος
νεοελλ.
1. εγκωμιασμός με ύμνους
2. μελέτη που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους
3. δοξολογία
4. εκκλ. το μάθημα της θεολογίας το οποίο εξετάζει την ιστορία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και τη λογοτεχνική και θεολογική αξία τών ύμνων
μσν.-αρχ.
εγκωμιαστικός ύμνος.

Greek Monolingual

τὰ, Α
βλ. υμνολόγιο(ν).