ὑποκρατήριον

Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ion. ὑποκρητ-, τό,

   A stand of a κρατήρ, κρητὴρ καὶ ὑποκρητήριον SIG2 (Sigeum, vi B. C.: = κρατῆρα κἀπίστατον in the Attic version), cf. 1121 (Naucratis); so βάθρον ὑ. IG4.39.11 (Aegina):—also ὑποκρᾱτηρίδιον, Ion. ὑποκρητ-, τό, Hdt.1.25, Philostr. VA6.11.

German (Pape)

[Seite 1221] τό, = ὑποκρητήριον, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκρᾱτήριον: Ἰων. ὑποκρητ-, τό, ἡ βάσις ἐφ’ ἧς τίθεται ὁ κρατήρ, κρητὴρ καὶ ὑπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8· οὕτω, βάθρον ὑπ. αὐτόθι 2139. 11· ― ὡσαύτως, ὑποκρᾱτηρίδιον, Ἰων. ὑποκρητ-, τό, Ἡρόδ. 1. 25, Φιλόστρ. 247· ― πρβλ. ὑποστάτης.

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑποκρητήριον, τὸ, Α
ὑποκρατηρίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρατήρ/κρητήρ.